περιστεροειδής

περιστεροειδής
περιστερο-ειδής, ές,
A of the pigeon kind, Arist.HA562b3, 593a24.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιστεροειδής — ές, ΝΑ αυτός που είναι όμοιος με περιστέρι ή που προέρχεται από τα περιστέρια νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περιστεροειδή ελληνική ονομασία τής οικογένειας πτηνών columbidae, στην οποία ανήκουν τα περιστέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερά +… …   Dictionary of Greek

  • περιστεροειδῆ — περιστεροειδής of the pigeon kind neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) περιστεροειδής of the pigeon kind masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) περιστεροειδής of the pigeon kind masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστεροειδές — περιστεροειδής of the pigeon kind masc/fem voc sg περιστεροειδής of the pigeon kind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστεροειδῶν — περιστεροειδής of the pigeon kind masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστερώδης — ες, Α [περιστερά] περιστεροειδής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”